γουστόζικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γουστόζικος η γουστόζικη το γουστόζικο
      γενική του γουστόζικου της γουστόζικης του γουστόζικου
    αιτιατική τον γουστόζικο τη γουστόζικη το γουστόζικο
     κλητική γουστόζικε γουστόζικη γουστόζικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γουστόζικοι οι γουστόζικες τα γουστόζικα
      γενική των γουστόζικων των γουστόζικων των γουστόζικων
    αιτιατική τους γουστόζικους τις γουστόζικες τα γουστόζικα
     κλητική γουστόζικοι γουστόζικες γουστόζικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γουστόζικος < γουστόζος + -ικος < βενετική gustozo < gusto < λατινική gustus < πρωτοϊταλική *gustus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵéwstus (γεύομαι) < *ǵews (δοκιμάζω, γεύομαι)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɣuˈsto.zi.kos/

Επίθετο[επεξεργασία]

γουστόζικος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]