γραμμοστρεφής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γραμμοστρεφής η γραμμοστρεφής το γραμμοστρεφές
      γενική του γραμμοστρεφούς* της γραμμοστρεφούς του γραμμοστρεφούς
    αιτιατική τον γραμμοστρεφή τη γραμμοστρεφή το γραμμοστρεφές
     κλητική γραμμοστρεφή(ς) γραμμοστρεφής γραμμοστρεφές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γραμμοστρεφείς οι γραμμοστρεφείς τα γραμμοστρεφή
      γενική των γραμμοστρεφών των γραμμοστρεφών των γραμμοστρεφών
    αιτιατική τους γραμμοστρεφείς τις γραμμοστρεφείς τα γραμμοστρεφή
     κλητική γραμμοστρεφείς γραμμοστρεφείς γραμμοστρεφή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γραμμοστρεφής < γραμμή + -ο- + -στρεφής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική line-oriented)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γραμμοστρεφής θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]