γρατσουνιά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γρατσουνιά | οι | γρατσουνιές |
γενική | της | γρατσουνιάς | των | γρατσουνιών |
αιτιατική | τη | γρατσουνιά | τις | γρατσουνιές |
κλητική | γρατσουνιά | γρατσουνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γρατσουνιά < γρατσουνίζω + -ιά < (ηχομιμητική λέξη)


Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γρατσουνιά θηλυκό
- το αποτέλεσμα του γρατσουνίζω
- επιφανειακό τραύμα ή αμυχή από αιχμηρό αντικείμενο ή νύχι
- μικρή χαραγματιά σε λεία επιφάνεια αντικειμένου
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη γρατσουνίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ηχομιμητικές λέξεις (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)