γυψωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γυψωμένος η γυψωμένη το γυψωμένο
      γενική του γυψωμένου της γυψωμένης του γυψωμένου
    αιτιατική τον γυψωμένο τη γυψωμένη το γυψωμένο
     κλητική γυψωμένε γυψωμένη γυψωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γυψωμένοι οι γυψωμένες τα γυψωμένα
      γενική των γυψωμένων των γυψωμένων των γυψωμένων
    αιτιατική τους γυψωμένους τις γυψωμένες τα γυψωμένα
     κλητική γυψωμένοι γυψωμένες γυψωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γυψωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γυψώνω

Μετοχή[επεξεργασία]

γυψωμένος, -η, -ο

  1. που έχει επικαλυφθεί με γύψο
  2. που έχει προστατευτεί με γύψινο επίδεσμο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]