γυψωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γυψωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γυψώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
γυψωμένος, -η, -ο
- που έχει επικαλυφθεί με γύψο
- που έχει προστατευτεί με γύψινο επίδεσμο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γυψωμένος
|