δασοβιομηχανικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δασοβιομηχανικός η δασοβιομηχανική το δασοβιομηχανικό
      γενική του δασοβιομηχανικού της δασοβιομηχανικής του δασοβιομηχανικού
    αιτιατική τον δασοβιομηχανικό τη δασοβιομηχανική το δασοβιομηχανικό
     κλητική δασοβιομηχανικέ δασοβιομηχανική δασοβιομηχανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δασοβιομηχανικοί οι δασοβιομηχανικές τα δασοβιομηχανικά
      γενική των δασοβιομηχανικών των δασοβιομηχανικών των δασοβιομηχανικών
    αιτιατική τους δασοβιομηχανικούς τις δασοβιομηχανικές τα δασοβιομηχανικά
     κλητική δασοβιομηχανικοί δασοβιομηχανικές δασοβιομηχανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δασοβιομηχανικός < δάσος + -ο- + βιομηχανικός

Επίθετο[επεξεργασία]

δασοβιομηχανικός

  • που αφορά βιομηχανία που χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη δασικά προϊόντα
    Για 600 εκατομμύρια δραχμές, που θα κόστιζαν οι νέες επενδύσεις για κατασκευή νέων προϊόντων, κινδυνεύει να χαθεί το σημαντικό για την ανάπτυξη της περιοχής και την απασχόληση, δασοβιομηχανικό συγκρότημα Καρπενησίου και Φουρνών Ευρυτανίας. (*)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]