εγκιβωτισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eŋ.ɟi.vo.tiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐γκι‐βω‐τι‐σμέ‐νος
- παλιότερος συλλαβισμός : εγ‐κι‐βω‐τι‐σμέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
εγκιβωτισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εγκιβωτίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εγκιβωτισμένος
|