ελεγκτικολογιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ελεγκτικολογιστικός < ελεγκτικός + -ο- + λογιστικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ελεγκτικολογιστικός
- (οικονομία) (νεολογισμός) που έχει σχέση με την εφαρμοσμένη λογιστική και ελεγκτική ή αναφέρεται σ’ αυτές
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελεγκτικολογιστικός
|