ελεγκτικολογιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελεγκτικολογιστικός η ελεγκτικολογιστική το ελεγκτικολογιστικό
      γενική του ελεγκτικολογιστικού της ελεγκτικολογιστικής του ελεγκτικολογιστικού
    αιτιατική τον ελεγκτικολογιστικό την ελεγκτικολογιστική το ελεγκτικολογιστικό
     κλητική ελεγκτικολογιστικέ ελεγκτικολογιστική ελεγκτικολογιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελεγκτικολογιστικοί οι ελεγκτικολογιστικές τα ελεγκτικολογιστικά
      γενική των ελεγκτικολογιστικών των ελεγκτικολογιστικών των ελεγκτικολογιστικών
    αιτιατική τους ελεγκτικολογιστικούς τις ελεγκτικολογιστικές τα ελεγκτικολογιστικά
     κλητική ελεγκτικολογιστικοί ελεγκτικολογιστικές ελεγκτικολογιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ελεγκτικολογιστικός < ελεγκτικός + -ο- + λογιστικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ελεγκτικολογιστικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]