εμπιστεύσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμπιστεύσιμος: (νεολογισμός) < εμπιστεύ(ομαι) + -σιμος < αρχαία ελληνική ἐμπιστεύομαι < πιστός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /em.biˈstef.si.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐μπι‐στεύ‐σι‐μος
- παλιότερος συλλαβισμός : εμ‐πι‐στεύ‐σι‐μος
Επίθετο[επεξεργασία]
εμπιστεύσιμος
- που είναι δυνατόν να τον εμπιστευτούμε
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.