εξαγορασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξαγορασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξαγοράζω
Μετοχή[επεξεργασία]
εξαγορασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εξαγοράζω