εξωκειμενικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξωκειμενικός < εξω- + κείμενο + -ικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική extra-textual
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.kso.ci.me.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξω‐κει‐με‐νι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]εξωκειμενικός, -ή, -ό
- (φιλολογία) που βρίσκεται εκτός κειμενικού περιβάλλοντος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξωκειμενικός
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εξω- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)