εξωπολιτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξωπολιτικός < εξω- + πολιτικός ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική außenpolitisch)
Επίθετο
[επεξεργασία]εξωπολιτικός
- (νεολογισμός) (πολιτική) που αφορά την εξωτερική πολιτική
- (νεολογισμός) (πολιτική) που γίνεται ή συμβαίνει έξω από το πεδίο της πολιτικής και τις συνηθισμένες πολιτικές διαδικασίες
- (ουσιαστικοποιημένο) εξωπολιτική
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξωπολιτικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εξω- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)