Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Ειδικές σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά (el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά (el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
επιθεωρημένος
Προσθήκη γλωσσών
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Νέα ελληνικά (el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επιθεωρημέν
ος
η
επιθεωρημέν
η
το
επιθεωρημέν
ο
γενική
του
επιθεωρημέν
ου
της
επιθεωρημέν
ης
του
επιθεωρημέν
ου
αιτιατική
τον
επιθεωρημέν
ο
την
επιθεωρημέν
η
το
επιθεωρημέν
ο
κλητική
επιθεωρημέν
ε
επιθεωρημέν
η
επιθεωρημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επιθεωρημέν
οι
οι
επιθεωρημέν
ες
τα
επιθεωρημέν
α
γενική
των
επιθεωρημέν
ων
των
επιθεωρημέν
ων
των
επιθεωρημέν
ων
αιτιατική
τους
επιθεωρημέν
ους
τις
επιθεωρημέν
ες
τα
επιθεωρημέν
α
κλητική
επιθεωρημέν
οι
επιθεωρημέν
ες
επιθεωρημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
επιθεωρημένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
επιθεωρώ
Μετοχή
[
επεξεργασία
]
επιθεωρημένος
, -η, -ο
που έχει
επιθεωρηθεί
Αντώνυμα
[
επεξεργασία
]
ανεπιθεώρητος
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
επιθεωρημένος
γαλλικά
:
inspecté
(fr)
Κατηγορίες
:
Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Μετοχές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
επιθεωρημένος
Προσθήκη γλωσσών
Προσθήκη θέματος