εργοβιογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εργοβιογραφία θηλυκό
- (νεολογισμός) βιογραφία και εργογραφία ενός προσώπου (συγγραφέα, καλλιτέχνη, διανοούμενου κ.τ.π.), κείμενο που παρουσιάζει τη ζωή και το έργο του
- ※ Ο [Λεύκιος] Ζαφειρίου κατάρτισε και παρουσίασε μια σχολαστική, εμπεριστατωμένη και αναλυτική, στην κυριολεξία, εργοβιογραφία του ποιητή [Ανδρέα Κάλβου], από τη γέννησή του έως τη μεταφορά των οστών του το 1968 στη Ζάκυνθο.
- περ. Διαβάζω 471 (Φεβρουάριος 2007), σ. 92.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- η εργοβιογραφία μπορεί να είναι από ένα απλό χρονολόγιο, μέχρι μια αναλυτική και λεπτομερής μελέτη σε έκταση βιβλίου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- εργοβιογραφία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)