Leben
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Leben | die | Leben |
γενική | des | Lebens | der | Leben |
δοτική | dem | Leben | den | Leben |
αιτιατική | das | Leben | die | Leben |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Leben < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική leben < παλαιά άνω γερμανική lebēn [1] [2]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Leben (de) ουδέτερο
- η ζωή
- ο βίος, η διάρκεια της ζωής
- Er hat in seinem Leben viel erreicht.
- Έχει καταφέρει πολλά στη ζωή του.
- Er hat in seinem Leben viel erreicht.
- η καθημερινότητα, οι συνθήκες ζωής
- Das Leben in diesem Stadtteil ist schwer.
- Η ζωή σε αυτή τη περιοχή είναι δύσκολη.
- Das Leben in diesem Stadtteil ist schwer.
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- Familienleben
- Gefühlsleben
- Lebensdauer
- Lebenserwartung
- Lebenslauf
- Lebensmittel
- Lebensraum
- Lebensstil
- Lebenswerk
- Lebewesen
- Liebesleben
- Nachtleben
- Privatleben
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- am Leben sein : βρίσκομαι εν ζωή, ζω
- mein ganzes Leben : όλη μου τη ζωή
- mein Leben selbst in die Hand nehmen : παίρνω τη ζωή στα χέρια μου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Leben στη γερμανική Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά ουδέτερα (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)