Leben
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης
:
leben
Γερμανικά (de)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
Leben
(de)
ουδέτερο
η
ζωή
, ο
βίος
Συγγενικές λέξεις
[
επεξεργασία
]
leben
Κατηγορίες
:
Γερμανική γλώσσα
Ουσιαστικά (γερμανικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Παραλλαγές
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
συνεισφορά
Δημιουργήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
δείτε
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Azərbaycanca
Български
Brezhoneg
Català
Čeština
Dansk
Deutsch
English
Eesti
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Magyar
Interlingua
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
한국어
Kurdî
Кыргызча
ລາວ
Lietuvių
Македонски
Bahasa Melayu
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Occitan
Polski
Português
Русский
Gagana Samoa
Svenska
தமிழ்
Тоҷикӣ
ไทย
Tagalog
Türkçe
粵語
中文