Leben
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Leben | die | Leben |
γενική | des | Lebens | der | Leben |
δοτική | dem | Leben | den | Leben |
αιτιατική | das | Leben | die | Leben |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Leben < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική leben < παλαιά άνω γερμανική lebēn [1] [2]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Leben (de) ουδέτερο
- η ζωή
- ο βίος, η διάρκεια της ζωής
- Er hat in seinem Leben viel erreicht.
- Έχει καταφέρει πολλά στη ζωή του.
- Er hat in seinem Leben viel erreicht.
- η καθημερινότητα, οι συνθήκες ζωής
- Das Leben in diesem Stadtteil ist schwer.
- Η ζωή σε αυτή τη περιοχή είναι δύσκολη.
- Das Leben in diesem Stadtteil ist schwer.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Leben στη γερμανική Βικιπαίδεια
Αναφορές
[επεξεργασία]
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Leben < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Leben αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden
Σλοβενικά (sl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Leben < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Leben αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά ουδέτερα (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Κύρια ονόματα (σουηδικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (σουηδικά)
- Κύρια ονόματα (σλοβενικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (σλοβενικά)