Μετάβαση στο περιεχόμενο

ετερόκλιτο

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἑτερόκλιτος

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ετερόκλιτο τα ετερόκλιτα
      γενική του ετερόκλιτου
& ετεροκλίτου
των ετερόκλιτων
& ετεροκλίτων
    αιτιατική το ετερόκλιτο τα ετερόκλιτα
     κλητική ετερόκλιτο ετερόκλιτα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ετερόκλιτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ετερόκλιτος (εννοείται λέξη όπως: όνομα, ή ουσιαστικό)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.teˈɾo.kli.to/
Ομώνυμα / Ομόηχα: ετερόκλητο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ετερόκλιτο ουδέτερο

  • (γλωσσολογία, γραμματική) που κάποιοι τύποι του κλίνονται σύμφωνα με άλλη κλίση
    Η λέξη πῦρ είναι ετερόκλιτo: ο ενικός κλίνεται κατά την τρίτη κλίση και ο πληθυντικός κατά την δεύτερη

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ετερόκλιτο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ετερόκλιτος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ετερόκλιτος