ευμεταχείριστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευμεταχείριστος < αρχαία ελληνική εὐμεταχείριστος
Επίθετο
[επεξεργασία]ευμεταχείριστος
- που μπορούμε να τον μεταχειριστούμε εύκολα
- (ειδικότερα) ευκολοκυβέρνητος
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις ευ, μεταχειρίζομαι και χέρι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ευμεταχείριστος
|