ζεμπερέκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζεμπερέκι | τα | ζεμπερέκια |
γενική | του | ζεμπερεκιού | των | ζεμπερεκιών |
αιτιατική | το | ζεμπερέκι | τα | ζεμπερέκια |
κλητική | ζεμπερέκι | ζεμπερέκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζεμπερέκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική zemberek + -ι < αραβική زنبرك (zaṃburak) < περσική زنبرك (zaṃburak, μικρό κανόνι, βαλλίστρα), υποκοριστικό του زنبور (zaṃbūr, μέλισσα)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /zem.beˈɾe.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζε‐μπε‐ρέ‐κι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζεμπερέκι ουδέτερο
- απλοϊκός μηχανισμός που περιλαμβάνει το χερούλι και το μάνταλο πόρτας
- ↪ το ζεμπερέκι της πόρτας ήταν χαλασμένο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζεμπερέκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)