ζευγολατιό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζευγολατιό τα ζευγολατιά
      γενική του ζευγολατιού των ζευγολατιών
    αιτιατική το ζευγολατιό τα ζευγολατιά
     κλητική ζευγολατιό ζευγολατιά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζευγολατιό < ζευγολάτης + -ιό < αρχαία ελληνική ζευγηλάτης < ζεῦγος + ἐλαύνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζευγολατιό ουδέτερο

(λαϊκότροπο)
  1. ζευγάρι ζώων που έχουν ζευχθεί σε ζυγό
  2. χωράφι που καλλιεργείται ή μπορεί να καλλιεργηθεί
  3. αγροικία, αγρόκτημα, υποστατικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]