ηλεκτρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηλεκτρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ηλεκτρίζω, ηλεκτρίζομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
ηλεκτρισμένος, -η, -ο
- (μεταφορικά) γεμάτος ένταση
- μετά το φραστικό επεισόδιο η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλεκτρισμένος
|