ηλεκτροανατομικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηλεκτροανατομικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική electroanatomical < αρχαία ελληνική ἤλεκτρον + ελληνιστική κοινή ἀνατομικός < αρχαία ελληνική τέμνω
Επίθετο[επεξεργασία]
ηλεκτροανατομικός
- (ιατρική) που αφορά την χαρτογράφηση κάποιων ανατομικών χαρακτηριστικών με ηλεκτρικά ή άλλα μέσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλεκτροανατομικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)