ηλεκτροανατομικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηλεκτροανατομικός η ηλεκτροανατομική το ηλεκτροανατομικό
      γενική του ηλεκτροανατομικού της ηλεκτροανατομικής του ηλεκτροανατομικού
    αιτιατική τον ηλεκτροανατομικό την ηλεκτροανατομική το ηλεκτροανατομικό
     κλητική ηλεκτροανατομικέ ηλεκτροανατομική ηλεκτροανατομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηλεκτροανατομικοί οι ηλεκτροανατομικές τα ηλεκτροανατομικά
      γενική των ηλεκτροανατομικών των ηλεκτροανατομικών των ηλεκτροανατομικών
    αιτιατική τους ηλεκτροανατομικούς τις ηλεκτροανατομικές τα ηλεκτροανατομικά
     κλητική ηλεκτροανατομικοί ηλεκτροανατομικές ηλεκτροανατομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηλεκτροανατομικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική electroanatomical < αρχαία ελληνική ἤλεκτρον + ελληνιστική κοινή ἀνατομικός < αρχαία ελληνική τέμνω

Επίθετο[επεξεργασία]

ηλεκτροανατομικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]