Μετάβαση στο περιεχόμενο

ημίτονο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ημίτονο τα ημίτονα
      γενική του ημίτονου
& ημιτόνου
των ημίτονων
& ημιτόνων
    αιτιατική το ημίτονο τα ημίτονα
     κλητική ημίτονο ημίτονα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ημίτονο < ημί- + τόν(ος) + -ο, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sinus[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /iˈmi.to.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ημίτονο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ημίτονο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]