ημιαγώγιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ημιαγώγιμος < ημι- + αγώγιμος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική semiconductive[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.mi.aˈɣo.ʝi.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐μι‐α‐γώ‐γι‐μος
Επίθετο[επεξεργασία]
ημιαγώγιμος, -η, -ο
- (ηλεκτρολογία) που επιτρέπει τη διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος όταν βρίσκεται σε υψηλή θερμοκρασία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ημιαγώγιμος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ημι- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ηλεκτρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)