ηχητικό κύμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ηχητικό κύμα < ηχητικό + κύμα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική sound wave)
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ηχητικό κύμα ουδέτερο
- (φυσική) μορφή ενέργειας που διαδίδεται μέσα από ένα υλικό (αέρας, νερό, μέταλλο κ.λπ.) μέσω της ταλάντωσης των σωματιδίων του υλικού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ηχητικό κύμα
Κατηγορίες:
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)