ηωζωικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηωζωικός η ηωζωική το ηωζωικό
      γενική του ηωζωικού της ηωζωικής του ηωζωικού
    αιτιατική τον ηωζωικό την ηωζωική το ηωζωικό
     κλητική ηωζωικέ ηωζωική ηωζωικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηωζωικοί οι ηωζωικές τα ηωζωικά
      γενική των ηωζωικών των ηωζωικών των ηωζωικών
    αιτιατική τους ηωζωικούς τις ηωζωικές τα ηωζωικά
     κλητική ηωζωικοί ηωζωικές ηωζωικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηωζωικός < αρχαία ελληνική ηώζωον < ηώς + ζωή

Επίθετο[επεξεργασία]

ηωζωικός, -ή, -ό

  1. αυτός που αναφέρεται στην πρώτη περίοδο εμφάνισης ζωής
    ηωζωικός αιώνας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]