θαλιδομίδη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θαλιδομίδη < (άμεσο δάνειο) γερμανική Thalidomid + -η
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /θa.li.ðoˈmi.ði/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θαλιδομίδη θηλυκό
- (φαρμακευτική) ανοσορυθμιστικό φάρμακο (πλήρης ονομασία: Ν-φθαλίμιδο-γλουταριμίδη) που πρωτοκυκλοφόρησε στη Δυτική Γερμανία και συνταγογραφούταν σαν ηρεμιστικό ή υπνωτικό αλλά και για τη θεραπεία του άγχους, της αϋπνίας κ.ά. Λόγω των επικίνδυνων παρενεργειών του απαγορεύτηκε η κυκλοφορία του
- Η γιατρός προσελήφθη στην υπηρεσία το 1960. Ήταν εκείνη που δεν έδωσε την άδεια στην φαρμακευτική εταιρεία William S Merrell να κυκλοφορήσει την θαλιδομίδη στις Ηνωμένες Πολιτείες επειδή είχε διαβάσει εκθέσεις ότι το φάρμακο συνδεόταν με γενετικές ανωμαλίες. Η θαλιδομίδη ήταν ένα από τα φάρμακα που οι γυναικολόγοι συνήθιζαν να συνταγογραφούν στις έγκυες για να αντιμετωπίζουν την πρωινή αδιαθεσία και τη ναυτία. (*)
- Σε παγκόσμια κλίμακα, δεν υπήρξε ποτέ άλλο φάρμακο που προκάλεσε μια τραγωδία ανάλογη με εκείνη που προκάλεσε η θαλιδομίδη. (*)
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- παιδιά της θαλιδομίδης: παιδιά που γεννήθηκαν από μητέρες που στη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους λάμβαναν θαλιδομίδη· εμφάνισαν δυσπλασία των άκρων (φωκομέλεια) και το 50% δεν επέζησε
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θαλιδομίδη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φαρμακευτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)