θηκαρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/?/
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θηκαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θηκαρίζομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
ενικός αριθμός
ο θηκαρισμένος (el) αρσενικό
η θηκαρισμένη (el) θηλυκό
το θηκαρισμένο (el) ουδέτερο
πληθυντικός αριθμός
οι θηκαρισμένοι (el) αρσενικό
οι θηκαρισμένες (el) θηλυκό
τα θηκαρισμένα (el) ουδέτερο