θηκαρισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θηκαρισμένος η θηκαρισμένη το θηκαρισμένο
      γενική του θηκαρισμένου της θηκαρισμένης του θηκαρισμένου
    αιτιατική τον θηκαρισμένο τη θηκαρισμένη το θηκαρισμένο
     κλητική θηκαρισμένε θηκαρισμένη θηκαρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θηκαρισμένοι οι θηκαρισμένες τα θηκαρισμένα
      γενική των θηκαρισμένων των θηκαρισμένων των θηκαρισμένων
    αιτιατική τους θηκαρισμένους τις θηκαρισμένες τα θηκαρισμένα
     κλητική θηκαρισμένοι θηκαρισμένες θηκαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά[επεξεργασία]

/?/

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θηκαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θηκαρίζομαι

Μετοχή[επεξεργασία]

ενικός αριθμός
ο θηκαρισμένος (el) αρσενικό
η θηκαρισμένη (el) θηλυκό
το θηκαρισμένο (el) ουδέτερο
πληθυντικός αριθμός
οι θηκαρισμένοι (el) αρσενικό
οι θηκαρισμένες (el) θηλυκό
τα θηκαρισμένα (el) ουδέτερο

  1. που βρίσκεται στην θήκη / το θηκάρι του
  2. (κατ' επέκταση) φαλλός που φορά προφυλακτικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]