θολοσκέπαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /θo.loˈsce.pa.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θο‐λο‐σκέ‐πα‐στος
Επίθετο
[επεξεργασία]θολοσκέπαστος, -η, -ο
- που έχει θολωτή στέγη, άλλη μορφή του θολοσκεπής
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις θολοσκεπής, θόλος και σκεπή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θολοσκέπαστος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ θολοσκέπαστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας