θολοσκεπασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θολοσκεπασμένος < θόλ(ος) + -ο- + σκεπασμένος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /θo.lo.sce.paˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θο‐λο‐σκε‐πα‐σμέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]θολοσκεπασμένος, -η, -ο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις θολοσκεπής, θόλος και σκεπή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θολοσκεπασμένος
|