ιδιωτικός τομέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ιδιωτικός τομέας | οι | ιδιωτικοί τομείς |
γενική | του | ιδιωτικού τομέα | των | ιδιωτικών τομέων |
αιτιατική | τον | ιδιωτικό τομέα | τους | ιδιωτικούς τομείς |
κλητική | ιδιωτικέ τομέα | ιδιωτικοί τομείς | ||
Κυρίως στον ενικό | ||||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιδιωτικός τομέας < → δείτε τις λέξεις ιδιωτικός και τομέας• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ιδιωτικός τομέας αρσενικό
- (οικονομία) το σύνολο των οργανισμών σε μια οικονομία ή δικαιοδοσία που δεν ελέγχονται από την κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένων των ιδιωτικών επιχειρήσεων και των μη κερδοσκοπικών οργανισμών
- ※ Οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα αυξήθηκαν στο διάστημα 2019-2022 κατά 263.263 άτομα ή 13,3%. Η αύξηση ήταν μεγαλύτερη για τις γυναίκες (+15,8%) σε σχέση με τους άνδρες (+11,1%), με αποτέλεσμα το μερίδιο των γυναικών στο σύνολο των μισθωτών εργαζομένων να αυξηθεί κατά 1,1 μονάδα (από 46,6% το 2019 σε 47,7% το 2022).
- Αυξήθηκαν οι αμοιβές στον ιδιωτικό τομέα (21 Ιανουαρίου 2023), Η Καθημερινή
- ※ Οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα αυξήθηκαν στο διάστημα 2019-2022 κατά 263.263 άτομα ή 13,3%. Η αύξηση ήταν μεγαλύτερη για τις γυναίκες (+15,8%) σε σχέση με τους άνδρες (+11,1%), με αποτέλεσμα το μερίδιο των γυναικών στο σύνολο των μισθωτών εργαζομένων να αυξηθεί κατά 1,1 μονάδα (από 46,6% το 2019 σε 47,7% το 2022).
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιδιωτικός τομέας
|
Κατηγορίες:
- Κλίση αρσενικών πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)