κακογέννητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακογέννητος < μεσαιωνική ελληνική κακογέννητος < αρχαία ελληνική κακός + γεννάω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κακογέννητος αρσενικό (θηλυκό: κακογέννητη)
- (λαϊκότροπο) που είναι κακός ήδη από τη γέννησή του
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κακογέννητος
|