καλοζωισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλοζωισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καλοζωίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
καλοζωισμένος, -η, -ο
- που έχει καλό και πλούσιο επίπεδο διαβίωσης
- ※ Είναι κομψός και λεπτός κύριος. Σαρανταπεντάρης μα καλοζωισμένος. (Φώτος Γιοφύλλης Οι προσθέσεις [διήγημα])
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλοζωισμένος
|