καλοφόρετος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καλοφορεμένος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλοφόρετος η καλοφόρετη το καλοφόρετο
      γενική του καλοφόρετου της καλοφόρετης του καλοφόρετου
    αιτιατική τον καλοφόρετο την καλοφόρετη το καλοφόρετο
     κλητική καλοφόρετε καλοφόρετη καλοφόρετο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλοφόρετοι οι καλοφόρετες τα καλοφόρετα
      γενική των καλοφόρετων των καλοφόρετων των καλοφόρετων
    αιτιατική τους καλοφόρετους τις καλοφόρετες τα καλοφόρετα
     κλητική καλοφόρετοι καλοφόρετες καλοφόρετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλοφόρετος < καλο- + (φοράω) φορε- + -τος[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.loˈfo.ɾe.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λο‐φό‐ρε‐τος

Επίθετο[επεξεργασία]

καλοφόρετος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]