καλόφωνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλόφωνος < μεσαιωνική ελληνική καλόφωνος[1] < αρχαία ελληνική καλός + φωνή
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.ˈlo.fo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λό‐φω‐νος
Επίθετο[επεξεργασία]
καλόφωνος, -η, -ο
- (σπάνιο) άλλη μορφή του καλλίφωνος
- ※ Λίγο ὕστερ’ ἀπὸ τὸ δρᾶμα, τὸ παιδὶ τοῦ ναύτη ἔγεινε ἄφαντο. Κάποιος τὸ εἶχε πάρῃ στὴν ξενητιά, ὅπου, ὕστερ’ ἀπὸ χρόνια, μιὰ μέρα ἐγύρισε στὸν τόπο του παππᾶς! Μὲ ποιὸ τρόπο καὶ μὲ τί μέσα τὸ ἐκατώρθωσε αὐτό, κανεὶς δὲν ἤξερε· ἡ οὐσία εἷνε πῶς ἤταν παππᾶς καὶ τί παππᾶς; παχύς, ὄμορφος, ὁμιλητικός, ἀστεῖος, ὅλα του ἔδειχναν ἕνα λαμπρὸ ἱερομόναχο· ὡς καὶ καλόφωνος ἤταν. (Παναγιώτης Αξιώτης, Παπα–Συνέσιος)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλόφωνος
|
- ↑ καλόφωνος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)