καμπέρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καμπέρω οι καμπέρες
      γενική της καμπέρως των καμπέρων
    αιτιατική την καμπέρω τις καμπέρες
     κλητική καμπέρω καμπέρες
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καμπέρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική campière / campièro (φύλακας, αγροφύλακας) + < campo < λατινική campus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kamp- (κάμπτω, λυγίζω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καμπέρω θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. (σπάνιο) θηλυκό του καμπέρης
  2. (σπάνιο) άλλη μορφή του τρελοκαμπέρω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. τρελοκαμπέρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. τρελοκαμπέρω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)