καρδιοπαλμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρδιοπαλμός οι καρδιοπαλμοί
      γενική του καρδιοπαλμού των καρδιοπαλμών
    αιτιατική τον καρδιοπαλμό τους καρδιοπαλμούς
     κλητική καρδιοπαλμέ καρδιοπαλμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρδιοπαλμός < καρδιο- + παλμός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaɾ.ði.o.palˈmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρ‐δι‐ο‐παλ‐μός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καρδιοπαλμός αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • καρδιοπαλμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)