Μετάβαση στο περιεχόμενο

καρνάγιο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρνάγιο τα καρνάγια
      γενική του καρνάγιου των καρνάγιων
    αιτιατική το καρνάγιο τα καρνάγια
     κλητική καρνάγιο καρνάγια
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο.
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καρνάγιο < (άμεσο δάνειο) ιταλική carenaggio (ναυπηγεία για επισκευή καρίνων)[1] <
< είτε[2] < caren(are) +‎ -aggio < carena <
< είτε [3] γαλλική carénage < caréner (επισκευάζω καρίνα) < carène (καρίνα)
< λατινική carina < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱerh₂- (κέρας, κορυφή)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kaɾˈna.ʝo/ (με συνίζηση)
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρνάγιο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καρνάγιο ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. καρνάγιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. carenaggio στο αγγλικό Βικιλεξικό
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.