κασκέτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κασκέτο | τα | κασκέτα |
γενική | του | κασκέτου | των | κασκέτων |
αιτιατική | το | κασκέτο | τα | κασκέτα |
κλητική | κασκέτο | κασκέτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κασκέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική caschetto, υποκοριστικό του casco με επίθημα -etto < ισπανική casco < cascar < λατινική quasso < quatio< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷeh₁t- (κουνώ)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κασκέτο ουδέτερο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- κασκέττο (κατά την ιταλική ορθογραφία)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)