καταφρόνηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταφρόνηση οι καταφρονήσεις
      γενική της καταφρόνησης* των καταφρονήσεων
    αιτιατική την καταφρόνηση τις καταφρονήσεις
     κλητική καταφρόνηση καταφρονήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταφρονήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταφρόνηση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική καταφρόνηση < αρχαία ελληνική καταφρόνησις < καταφρονέω / καταφρονῶ < κατά + φρονέω / φρονῶ < φρήν

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.taˈfɾo.ni.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐φρό‐νη‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καταφρόνηση θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

θέμα φρονη-

θέμα φρονε-

Μεταφράσεις[επεξεργασία]