καυνάκης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καυνάκης οἱ καυνάκαι
      γενική τοῦ καυνάκου τῶν καυνακῶν
      δοτική τῷ καυνάκ τοῖς καυνάκαις
    αιτιατική τὸν καυνάκην τοὺς καυνάκᾱς
     κλητική ! καυνάκη καυνάκαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καυνάκ
γεν-δοτ τοῖν  καυνάκαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καυνάκης < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καυνάκης, -ου αρσενικό

  • (ενδυμασία) χοντρό πανωφόρι, χλαίνη περσικής ή βαβυλωνιακής κατασκευής
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 1137 (1135-1137)
    [ΒΔ.] ἔχ᾽, ἀναβαλοῦ τηνδὶ λαβὼν καὶ μὴ λάλει. | [ΦΙ.] τουτὶ τὸ κακὸν τί ἐστι πρὸς πάντων θεῶν; | [ΒΔ.] οἱ μὲν καλοῦσι Περσίδ᾽, οἱ δὲ καυνάκην.
    [ΒΔΕ.] Μπρος, φόρεσε τη χλαίνα κι άσ᾽ τα λόγια. | [ΦΙΛ.] Τί συφορά είναι τούτο; πώς το λένε; | [ΒΔΕ.] Άλλοι το λεν περσίδα, άλλοι φλοκάτη.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
    ※  2ος κε αιώνας Ἀρριανός, Ἀνάβασις Ἀλεξάνδρου, 6, 29.5
    ἐν δὲ τῷ οἰκήματι πύελον χρυσῆν κεῖσθαι, ἵνα τὸ σῶμα τοῦ Κύρου ἐτέθαπτο, καὶ κλίνην παρὰ τῇ πυέλῳ· πόδας δὲ εἶναι τῇ κλίνῃ χρυσοῦς σφυρηλάτους καὶ τάπητα ἐπίβλημα τῶν Βαβυλωνίων καὶ καυνάκας πορφυροῦς ὑποστρώματα.
    Μέσα στο οίκημα είχε τοποθετηθεί χρυσή σαρκοφάγος, στην οποία είχε ταφεί το σώμα του Κύρου, και δίπλα στη σαρκοφάγο μία κλίνη· η κλίνη είχε πόδια από κατεργασμένο χρυσό και για κάλυμμα ένα βαβυλωνιακό χαλί και για στρωσίδι κόκκινα σκεπάσματα.
    Μετάφραση (1986, 1998): Θεόδωρος Χ. Σαρικάκης, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. @greek‑language.gr

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]