κεράτιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κεράτιον τὰ κεράτι
      γενική τοῦ κερατίου τῶν κερατίων
      δοτική τῷ κερατί τοῖς κερατίοις
    αιτιατική τὸ κεράτιον τὰ κεράτι
     κλητική ! κεράτιον κεράτι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κερατίω
γεν-δοτ τοῖν  κερατίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κεράτιον < κέρας, κερατ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον (κέρατο)
  • για τη σημασία: χαρουπιά, καρποί χαρουπιάς, δείτε قرظ στο αγγλικό Βικιλεξικό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κεράτιον ουδέτερο

  1. (υποκοριστικό) μικρό κέρατο
  2. καρπός της κερατέας (χαρουπιάς), το ξυλοκέρατο (λόγω του σχήματός του)
  3. το δέντρο κερατωνία
  4. (ελληνιστική σημασία , μονάδα μέτρησης) όπως το καράτι
    στα λατινικά: siliqua

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]