κεταμίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κεταμίνη οι κεταμίνες
      γενική της κεταμίνης των κεταμινών
    αιτιατική την κεταμίνη τις κεταμίνες
     κλητική κεταμίνη κεταμίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κεταμίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ketamine < ketone (< γερμανική Keton < Aketon < γαλλική acétone < acétique < λατινική acetum < aceo) +‎ amine (< ammonia < νεολατινική ammonia < λατινική ammoniacus < αρχαία ελληνική ἀμμωνιακός < Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακή
imn
n
A40
(jmn)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κεταμίνη θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]