κηδεμονικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κηδεμονικός < ελληνιστική κοινή κηδεμονικός < αρχαία ελληνική κηδεμών
Επίθετο[επεξεργασία]
κηδεμονικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κηδεμόνας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κηδεμονικός
|