κοινωνικοϊστορικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοινωνικοϊστορικός η κοινωνικοϊστορική το κοινωνικοϊστορικό
      γενική του κοινωνικοϊστορικού της κοινωνικοϊστορικής του κοινωνικοϊστορικού
    αιτιατική τον κοινωνικοϊστορικό την κοινωνικοϊστορική το κοινωνικοϊστορικό
     κλητική κοινωνικοϊστορικέ κοινωνικοϊστορική κοινωνικοϊστορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοινωνικοϊστορικοί οι κοινωνικοϊστορικές τα κοινωνικοϊστορικά
      γενική των κοινωνικοϊστορικών των κοινωνικοϊστορικών των κοινωνικοϊστορικών
    αιτιατική τους κοινωνικοϊστορικούς τις κοινωνικοϊστορικές τα κοινωνικοϊστορικά
     κλητική κοινωνικοϊστορικοί κοινωνικοϊστορικές κοινωνικοϊστορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοινωνικοϊστορικός < κοινωνικός + -ο- + ιστορικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sociohistorical)

Επίθετο[επεξεργασία]

κοινωνικοϊστορικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]