κοροπλαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοροπλαστικός < κοροπλάστης + -ικός < ελληνιστική κοινή κοροπλάστης < αρχαία ελληνική κόρος + πλάστης
Επίθετο[επεξεργασία]
κοροπλαστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον κοροπλάστη ή την κοροπλαστική ή αναφέρεται σ’ αυτά
- ※ Κοροπλαστικό εργαστήριο Αμφίπολης. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κοροπλαστική
- → δείτε τις λέξεις κοροπλάστης, κόρος και πλάθω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοροπλαστικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)