κουρντισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουρντισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κουρντίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
κουρντισμένος, -η, -ο
- που έχει κουρντιστεί
- κουρντισμένο όργανο
- (μεταφορικά) που το έχουν οργανώσει
- καλά κουρντισμένο σκηνικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουρντισμένος
|