κρεουργημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρεουργημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κρεουργώ
Μετοχή[επεξεργασία]
κρεουργημένος, -η, -ο
- που έχει κρεουργηθεί
- (μεταφορικά) φθαρμένος
- κατάφερε να τα βγάλει πέρα με τα κρεουργημένα αγγλικά του
- τα χέρια του είναι κρεουργημένα από τη σκληρή δουλειά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρεουργημένος
|