κρυοσκοπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρυοσκοπικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cryoscopic < cryoscopy < αρχαία ελληνική κρύος + σκοπέω
Επίθετο[επεξεργασία]
κρυοσκοπικός, -ή, -ό
- (φυσική) που έχει σχέση με την κρυοσκοπία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις κρυοσκοπία, κρύο και σκοπώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρυοσκοπικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)