λαδοπράσινος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαδοπράσινος η λαδοπράσινη το λαδοπράσινο
      γενική του λαδοπράσινου της λαδοπράσινης του λαδοπράσινου
    αιτιατική τον λαδοπράσινο τη λαδοπράσινη το λαδοπράσινο
     κλητική λαδοπράσινε λαδοπράσινη λαδοπράσινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαδοπράσινοι οι λαδοπράσινες τα λαδοπράσινα
      γενική των λαδοπράσινων των λαδοπράσινων των λαδοπράσινων
    αιτιατική τους λαδοπράσινους τις λαδοπράσινες τα λαδοπράσινα
     κλητική λαδοπράσινοι λαδοπράσινες λαδοπράσινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαδοπράσινος < λαδ(ί) + -ο- + πράσινος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /la.ðoˈpɾa.si.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐δο‐πρά‐σι‐νος

Επίθετο[επεξεργασία]

λαδοπράσινος, -η, -ο

  • που έχει χρώμα λαδί πράσινο
    ※  Στις 14 Ιουνίου ο Τσε Γκεβάρα θα συμπλήρωνε τα 75 του χρόνια, αν ζούσε. Δύσκολα θα μπορούσε να φαντασθεί κάποιος τον Τσε ηλικιωμένο, ίσως ακόμη με τη λαδοπράσινη στολή του και καπέλο, από το οποίο όμως θα φαίνονταν τα άσπρα μαλλιά του.
    Χρυσάφης, Γιάννης (26 Ιουνίου 2003), Αποχρώσεις, Καθημερινή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • λαδοπράσινος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)