λαδοπράσινος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /la.ðoˈpɾa.si.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐δο‐πρά‐σι‐νος
Επίθετο[επεξεργασία]
λαδοπράσινος, -η, -ο
- που έχει χρώμα λαδί πράσινο
- ※ Στις 14 Ιουνίου ο Τσε Γκεβάρα θα συμπλήρωνε τα 75 του χρόνια, αν ζούσε. Δύσκολα θα μπορούσε να φαντασθεί κάποιος τον Τσε ηλικιωμένο, ίσως ακόμη με τη λαδοπράσινη στολή του και καπέλο, από το οποίο όμως θα φαίνονταν τα άσπρα μαλλιά του.
- Χρυσάφης, Γιάννης (26 Ιουνίου 2003), Αποχρώσεις, Καθημερινή
- ※ Στις 14 Ιουνίου ο Τσε Γκεβάρα θα συμπλήρωνε τα 75 του χρόνια, αν ζούσε. Δύσκολα θα μπορούσε να φαντασθεί κάποιος τον Τσε ηλικιωμένο, ίσως ακόμη με τη λαδοπράσινη στολή του και καπέλο, από το οποίο όμως θα φαίνονταν τα άσπρα μαλλιά του.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαδοπράσινος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- λαδοπράσινος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)