λαχανιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαχανιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λαχανιάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
λαχανιασμένος, -η, -ο
- που έχει λαχανιάσει
- ήρθε στη συνεδρίαση λαχανιασμένος
- που έχει γίνει στα γρήγορα, υπό την επήρεια του πανικού
- βιαστικές, λαχανιασμένες πράξεις