λαχανιασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαχανιασμένος η λαχανιασμένη το λαχανιασμένο
      γενική του λαχανιασμένου της λαχανιασμένης του λαχανιασμένου
    αιτιατική τον λαχανιασμένο τη λαχανιασμένη το λαχανιασμένο
     κλητική λαχανιασμένε λαχανιασμένη λαχανιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαχανιασμένοι οι λαχανιασμένες τα λαχανιασμένα
      γενική των λαχανιασμένων των λαχανιασμένων των λαχανιασμένων
    αιτιατική τους λαχανιασμένους τις λαχανιασμένες τα λαχανιασμένα
     κλητική λαχανιασμένοι λαχανιασμένες λαχανιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαχανιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λαχανιάζω

Μετοχή[επεξεργασία]

λαχανιασμένος, -η, -ο

  1. που έχει λαχανιάσει
    ήρθε στη συνεδρίαση λαχανιασμένος
  2. που έχει γίνει στα γρήγορα, υπό την επήρεια του πανικού
    βιαστικές, λαχανιασμένες πράξεις

Μεταφράσεις[επεξεργασία]