λειχηνιάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λειχηνιάρης | η | λειχηνιάρα | το | λειχηνιάρικο |
γενική | του | λειχηνιάρη | της | λειχηνιάρας | του | λειχηνιάρικου |
αιτιατική | τον | λειχηνιάρη | τη | λειχηνιάρα | το | λειχηνιάρικο |
κλητική | λειχηνιάρη | λειχηνιάρα | λειχηνιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λειχηνιάρηδες | οι | λειχηνιάρες | τα | λειχηνιάρικα |
γενική | των | λειχηνιάρηδων | — | των | λειχηνιάρικων | |
αιτιατική | τους | λειχηνιάρηδες | τις | λειχηνιάρες | τα | λειχηνιάρικα |
κλητική | λειχηνιάρηδες | λειχηνιάρες | λειχηνιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λειχηνιάρης < λειχήν(α) + -ιάρης. Δείτε το μεσαιωνικό λειχηνάρικος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /li.çiˈɲa.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λει‐χη‐νιά‐ρης
Επίθετο[επεξεργασία]
λειχηνιάρης, -α, -ικο
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη λειχήνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λειχηνιάρης
|
Πηγές[επεξεργασία]
- λειχηνιάρης - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)